- κατασφραγίζω
- κατασφραγίζω και ιων. και επικ. τ. κατασφρηγίζω (Α)1. σφραγίζω, εντελώς, κλείνω επιμελώς, διαφυλάσσω («ἐν πτυχαῑς βίβλων κατεσφραγισμένα», Πλούτ.)2. μτφ. προσδίδω κύρος σε κάτι, επισφραγίζω, επιβεβαιώνω, επικυρώνω3. καθορίζω επακριβώς κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.